Δημοτικά Κλέφτικα τραγούδια
του Χρήστου Μηλιώνη (Κλέφτικα Δημοτικά
Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέpι.
Το 'να τηράει τον Αρμυρό, τ' άλλο κατά το Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Mηλιώνης;
Ουδέ στο Βάλτο φάνηκεν, ουδέ στην Κρύα Bpύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε κι επήγε προς την Αρτα,
κι επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δυό αγάδες».
Κι ο μoυσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη.
Το Mαυpoμάτην έκpαξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα:
«Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
το Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Mηλιώνη.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς, και μο' στειλε φερμάνι».
Παpασκευή ξημέpωσε, ποτέ να μ' είχε φέξει,
κι ο Σoυλεϊμάνης στάλθηκε, να πάγει να τον έβρει.
Στον Αρμυρό τον έφτασε κι ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημεpώσει,
και όταν έφεξε η αυγή, περάσαν στα λημέρια.
Κι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιώνη:
«Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κι οι αγάδες».
«Οσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει».
Με το τουφέκι τρέξανε, ένας vα φάει τον άλλο.
Φωτιάν έδωσαν στη φωτιά, κι έπεσαν εις τον τόπο.
Δημοτικό κλέφτικο για τον ήρωα
του 1821 οδυσσέα Ανδρούτσο
του Οδυσσέα Ανδρούτσου (Κλέφτικα Δημοτικά)
Ωρέ, εμένα τό 'χε η τύχη μου, 'Δυσσέα, μωρέ, Ανδρούτσο μου
Τό 'χε το ριζικό μου να γίνω στρώμα, ΄Δυσσέα, του-μωρέ, τον Σκαλτσά
Ωρέ, να γίνω στρώμα του Σκαλτσά, 'Δυσσέα, μωρέ, Ανδρούτσο μου
Προσκέφαλο του Διάκου, να γίνω μια- 'Δυσσέα, μια τρανταφυλλιά
Τρανταφυλλίτσα να γινώ, 'Δυσσέα, μωρέ, Ανδρούτσο μου
Μέσα στους πέντε δρόμους, κι όσοι διαβάτες, 'Δυσσέα, κι αν- μωρέ, κι αν περνούν
Κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν, όλοι να με ρωτάνε
'Δυσσέα, πού ξεχείμασες το φετινό χειμώνα
Που πέσαν χιόνια στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους;
Στην Πρέβεζα ξεχείμασα σ'ενού παπά το σπίτι.
Δημοτικό Κλέφτικο τραγούδι.
του Αθανασίου Διάκου
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην' ο Καλύβας έρχεται, μην' ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις;»
Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
Τα Σαράντα Παλληκάρια, είναι σχετικό με την Τρίπολη, πρωτεύουσα της Αρκαδίας .
Σαράντα παλικάρια
από τη Λει-. από τη Λειβαδιά.
Πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
μωρ' γέροντ' απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.
Πού πάτε παλικάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά
ΘΟΥΡΙΟΣ
ἤτοι ὁρμητικὸς πατριωτικὸς ὕμνος πρῶτος, εἰς τὸν ἦχον
ΜΙΑ ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΜΕΓΑΛΗ
Ὡς πότε παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά,
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ ῾Ρωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
Ἐδῶ συκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί, καὶ ὑψώνοντες τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, / κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀναρχίας.
Ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.
Τέλος τοῦ ὅρκου
Σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι, καὶ νότον καὶ βοριά,
γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι, νἄχωμεν μιὰ καρδιά.
Στὴν πίστιν του καθ᾿ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῇ,
στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι᾿ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ ῾Ρωμιοί,
Ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μιὰ κοινὴν ὁρμή,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
πῶς εἴμαστ᾿ ἀντριωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ὅσ᾿ ἀπ᾿ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴν ξενητιὰ
στὸν τόπον του καθ᾿ ἕνας, ἂς ἔλθῃ τώρα πλιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν
ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Ἡ ῾Ρούμελη τοὺς κράζει, μ᾿ ἀγκάλαις ἀνοιχταῖς,
τοὺς δίδει βιὸ καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαῖς.
Ὡς πότ᾿ ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς;
ἔλα νὰ γένῃς στῦλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα, κᾀνένας νὰ χαθῇ
ἢ νὰ κρεμάσῃ φοῦντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ᾿ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι, ἂς χαθοῦν.
Σουλιώταις καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστὰ
ὡς πότε σταῖς σπηλιαῖς σας, κοιμᾶστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιοῦ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυρ᾿ ἀητοί,
κι᾿ Ἀγράφων τὰ ξεφτέρια, γεννῆτε μιὰ ψυχή.
Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσετε γιὰ μιά,
καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σὰ θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
μὲ τ᾿ ἄρματα στὸ χέρι, καθ᾿ ἕνας ἂς φανῇ,
Τὸ αἷμα σας ἂς βράσῃ, μὲ δίκαιον θυμόν,
μικροὶ μεγάλ᾿ ὁμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴν καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ᾿ ἐμᾶς καὶ σεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν νησιῶν,
σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης καὶ τῆς Νύδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
καιρὸς εἶν᾿ τῆς πατρίδος, ν᾿ ἀκοῦστε τὴν λαλιά.
Κι᾿ ὅσ᾿ εἶστε στὴν ἀρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
οἱ νόμοι σᾶς προστάζουν, νὰ βάλετε φωτιά.
Μ᾿ ἐμᾶς κ᾿ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννῆτ᾿ ἕνα κορμί,
κατὰ τῆς τυραννίας, ῥιχθῆτε μὲ ὁρμή.
Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σᾶς πονεῖ,
ζητᾷ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή.
Τί στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον ἐκστατικός;
τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός.
Τοὺς μπούφους καὶ κοράκους, καθόλου μὴν ψηφᾷς,
μὲ τὸν ῥαγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλῃς νὰ νικᾷς.
Συλήστρα καὶ Μπραΐλα, Σμαῆλι καὶ Κιλί,
Μπενδέρι καὶ Χωτῆνι, ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματά σου στεῖλε, κ᾿ ἐκεῖνα προσκυνοῦν
γιατὶ στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν μποροῦν.
Γγιουρντζῆ πλιὰ μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν,
τὸν Προύσια νὰ μοιάσῃς, ἔχεις τὴν ἀφορμήν.
Καὶ σὺ ποῦ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς
πασιᾶ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῇς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ συκωθῇς,
στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῇς.
Τοῦ Μισιριοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ἕνα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ᾿ ἂς μὴ φανῇ,
γιὰ νὰ ψοφήσ᾿ ὁ λύκος, ὁποῦ σᾶς τυραννεῖ.
Μὲ μιὰ καρδίαν ὅλοι, μιὰ γνώμην, μιὰ ψυχή,
χτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ῥίζα νὰ χαθῇ.
Ν᾿ ἀνάψωμεν μιὰ φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
νὰ τρέξ᾿ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιὰ
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν σταυρόν,
καὶ σὰν ἀστροπελέκια, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πῶς εἶναι δυνατός,
καρδιοκτυπᾷ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγὸν κι᾿ αὐτός.
Τρακόσοι Γγιρτζιαλῆδες, τὸν ἔκαμαν νὰ ἰδῇ,
πῶς δὲν μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστᾶ τους νὰ εὐγῇ.
Λοιπὸν γιατί ἀργῆτε, τί στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήσετε μὴν εἶστε ἐνάντιοι κ᾿ ἐχθροί.
Πῶς οἱ προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά,
γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά.
Ἔτζι κ᾿ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν᾿ ἁρπάξωμεν γιὰ μιὰ
τ᾿ ἄρματα, καὶ νὰ βγοῦμεν ἀπ᾿ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποῦ στὸν ζυγὸν βαστοῦν,
καὶ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, σκληρᾶ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψῃ ὁ σταυρός,
καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψῃ ὁ ἐχθρός.
Ὁ κόσμος νὰ γλυτώσῃ, ἀπ᾿ αὔτην τὴν πληγή,
κ᾿ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν γῆ.
Πέρας μὲν ὧδε,
H δὲ αὖ πράξις τέρας.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 1 Γυναίκες Ελληνίδες, ακούστε με καλά! Καλύτερος ο θάνατος φτάνει πια η σκλαβιά. Τον Τούρκο τον αντίχριστο εμείς δεν προσκυνούμε! Καλύτερα το θάνατο μονάχες μας να βρούμε. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 2 Θεέ μου, ως πότε θα μπορώ σκλάβα να είμαι ακόμα και να πατούν οι βάρβαροι το άγιο μας το χώμα; ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 3 Ο πόνος είν’ αβάσταχτος στων Τούρκων όμως πάλι στα χέρια άμα πέσουμε ντροπή θα ‘ναι μεγάλη. Από το Σούλι ας μάθουν όλοι τι θα πει ελευθερία και οι γενναίες προτιμάνε θάνατο ή ελευθερία. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 4 Όλες μαζί ας πέσουμε στο Ζάλογγο βαθιά παρά σκλάβες να ζούμε στων Τούρκων τα δεσμά. Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 5 Γυναίκες η θυσία μας στο νου όλων θα μείνει και κάποτε το αίμα μας θα φέρει την ειρήνη. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 6 Με ένα χορό ας πέσουμε στο Ζάλογγο βαθιά σκλάβες οι Σουλιώτισσες μην πάμε στον πασά. Πάμε λοιπόν, μην κάθεστε μη χάνουμε καιρό ελάτε ας αρχίσουμε του χάρου το χορό. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 7 Εμπρός χορός περήφανος του Ζάλογγου να αρχίσει το Σούλι δεν προσκύνησε μηδέ θα προσκυνήσει. Πολύ κουράγιο χρειάζεται γενναίες Ελληνίδες. Αυτές τις ώρες γράφονται ιστορικές σελίδες. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 8 Εμπρός χορό να αρχίσουμε σφιχτά δέστε τα χέρια τραγούδι πιάστε όμορφο να ακούσουν τα αιθέρια. Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκειά ζωή και συ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 9 Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτε ανθός στην αμμουδιά κι οι Σουλιώτισες δε ζούνε δίχως την ελευθεριά. ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ 10 Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες. Οι Σουλιώτισσες δε μάθαν για να ζούνε μοναχά ξέρουνε και να πεθαίνουν, να μη ζούνε στη σκλαβιά. ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821 ΕΛΛΑΔΑ Χρόνια και χρόνια πολεμώ σε λόγγους και βουνά και έχω του κόσμου τα τρανά τα πιο καλά παιδιά. Π.Π. ΓΕΡΜΑΝΟΣ Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξομολογηθείτε δεν είναι ο περσινός καιρός κι ο φετινός χειμώνας μας ήρθε η άνοιξη πικρή το καλοκαίρι μαύρο γιατί σηκώθει πόλεμος και πολεμά τους Τούρκους Να διώξουμε όλη την Τουρκιά ή να πεθάνουμε όλοι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Με λένε γέρο του Μοριά και γέρασα στ’ αλήθεια μα κάτω απ’ τα άσπρα μου μαλλιά έκρυβα μεσ’ τα στήθια Την πίστη για τη λευτεριά τη δόξα, την ελπίδα πως θάρθω στην αγκάλη σου μεγάλη μου πατρίδα. Κολοκοτρώνης είμαι εγώ με το άσπρο άλογό μου φόβος και τρόμος έγινα στον άνανδρο εχθρό μου. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ Στις θάλασσες μεγάλωσα με λένε Λασκαρίνα, μα στον αγώνα έγινα γενναία Μπουμπουλίνα. Μ’ αυτά μου τα πυρπολικά το θάνατο σκορπούσα και στις καρδιές το μήνυμα της λευτεριάς περνούσα. ΚΑΝΑΡΗΣ Τον Κωνσταντίνο τον Κανάρη της ελπίδας το καμάρι σκέπτεται πάντα όταν κάνει η Τουρκιά το μπαϊράμι. Γιατί μια νύχτα σαν κι αυτή έπαθε μεγάλη καταστροφή όταν ο Καρά Αλής γλεντούσε ο Κανάρης μας τον πυρπολούσε. ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Είμαι ο Νικηταράς κι έχουν τα πόδια μου φτερά μέσα στους κάμπους κοιμάμαι και τους Τούρκους δε φοβάμαι Βάζω τους Τούρκους εμπροστά σαν τον χασάπη τα τραγιά είμαι ο καπετάνιος ο λεβέντης που όλη η Τουρκιά με τρέμει. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ Μικρόσωμος κι αδύνατος αλλά έξυπνος κι ευκίνητος με το βλέμμα μου ζωηρό και με στρατηγικό μυαλό. Είμαι ο Καραϊσκάκης ο γενναίος στρατηγός στις ηρωικές τις μάχες των Ελλήνων ο αρχηγός. ΔΙΑΚΟΣ Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι Θανάσης Διάκος είμαι εγώ εκεί στην Αλαμάνα το αίμα μου το έχυσα για σε γλυκιά μου μάνα. ΦΩΤΗΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ Παιδί εμένα πιάσανε μικρό χαριτωμένο οι Τούρκοι και στα Γιάννενα με πήγανε δεμένο. Στη φυλακή με βάλανε και ο πασάς μου λέει να γίνω Τούρκος άπιστος μα γω του λέω όχι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ Ανδρούτσος λέγομαι εγώ στο χάνι της Γραβιάς καινούργια μέρα έφερα ημέρα λευτεριάς. Δερβίσης πήγαινε μπροστά καβάλα στ’ άλογό του μα εγώ το χάνι το ’κανα τάφο παντοτινό του. ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ Παπαφλέσσας στο Μανιάκι πολέμησα με πολύ μεράκι με τις τρεις εκαντοντάδες του Ιμβραήμ τις χιλιάδες. Πέσαμε όλοι μας πιστοί για της πατρίδας την τιμή για να δώσουμε λευθεριά στα σκλαβωμένα μας παιδιά. ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ Παιδί του Κίτσου Μπότσαρη από ηρωική γενιά του Μάρκου τώρα Μπότσαρη καμαρώστε την λεβεντιά. Με τον σκληρό Αλή Πασά κατόπιν του Σουλτάνο πολέμησα ηρωικά ώσπου να πεθάνω. ΔΕΣΠΩ Δεν με φοβίζουν οι φωτιές κι ο τρόμος δε με σκιάζει μέσα στης μάχης τον καπνό ένα δαυλό αρπάζω Κάλλιο τον θάνατο ποθώ παρά εχθρού ασκέρι στον όμορφο τον πύργο μου καταστροφή να φέρει. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ Έχετε γεια ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα Παληκαριών λημέρια. Αν δείτε την γυναίκα μου αν δείτε και τον γιο μου πείτε τους πως με πιάσανε με προδοσιά κι απάτη. Αρρωστημένο μ’ ηύρανε ξερμάτωτο στο στρώμα σαν το μωρό στην κούνια του στα σπάργανα δεμένο. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ Η Μαντώ η Μαυρογένους η γενναία είμαι εγώ σε στεριά και σε πελάγη σαν τους άνδρες πολεμώ. Τα λεφτά μου τα’ δωσα όλα στον αγώνα τον καλό λεύτερη να σε δω Ελλάδα αυτό είχα σκοπό. ΕΛΛΑΔΑ Παιδιά μου είστε άξια και διαλεχτά κι ανδρεία όλα σας πολεμήσατε για την Ελευθερία. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ελλάδα μου ολόχρυση περάσαν τόσα χρόνια που έφυγα, μα γύρισα μαζί με χελιδόνια. Τώρα πια ήρθε η ώρα Άγια ώρα Λευτεριάς τις αλυσίδες σου να σπάσω γυκειά Πατρίδα μου Ελλάς ΕΛΛΑΔΑ Με τέτοιους ήρωες τρανούς κι η μάνα ανασαίνει όταν της ψάλλουνε αυτοί ποτέ της δεν πεθαίνει. ΔΟΞΑ Στα δοξασμένα σου βουνά περπατώ καμαρωτά στα αιματοβαμμένα μέρη με στεφάνι ιερό στο χέρι Είμαι η Δόξα και τιμώ τους ήρωες που αγωνιστήκαν για την χαμένη λευτεριά στον πόλεμο ριχτήκαν. ΙΣΤΟΡΙΑ γι’ αυτό σας τον αγώνα τα έγραψα για πάντα όλα εδώ θα μείνουν στον αιώνα. Για πάντοτε γραφτήκανε τα αθάνατα ονόματά σας και η Ιστορία δεν ξεχνά ποτέ την λεβεντιά σας. ΕΙΡΗΝΗ Είμαι η Ειρήνη η ακριβή που μόνο ησυχία χαρά και ευτυχία χαρίζω εγώ στη γη. Και αφού τα Ελληνόπουλα διώξανε την σκλαβιά ήρθα εδώ κοντά σας να ζείτε ειρηνικά.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ Ω! Παναγιά, κόρη λαμπρή κόρη χαριτωμένη κόρη αγνή και άσπιλη και λαμπροφορεμένη. Έφθασε η ώρα, η στιγμή, η ώρα η μεγάλη σ’ όλον τον κόσμο ν’ ακουστεί η δόξα η μεγάλη. Τον κρίνο σου έστειλε ο Θεός να! πάρε τον Μαρία, Συ θα γεννήσεις το Χριστό θα γίνεις Παναγία! ΠΑΝΑΓΙΑ Θεέ μεγαλοδύναμε, τον κρίνο Σου λαμβάνω άραγε είμαι άξια τον Ιησού να κάνω; Μεγάλη είναι η εντολή, μέγα το θέλημά Σου, σκύβω και υποτάσσομαι δοξάζω το όνομά Σου. |
/???
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν εννοώ ότι είναι κλέφτικο τραγούδι ο Θούριος, απλά δηλώνω τι έχει σ΄αυτήν την ανάρτηση. Ευχαριστώ πάντως που ασχολήθηκες, καλή παρατήρηση, για να μην υπάρχει παρεξήγηση.
Διαγραφή