Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ,
Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ& ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
Το ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου είχε ως πρότυπο το ολοκαύτωμα του Σουλίου. Το 1803 ο καλόγερος Σαμουήλ κλείνει την αυλαία του Σουλιώτικου έπους με τον δαυλό του στο μπαρούτι. Θάφτηκε με τους συντρόφους του στην εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι.
Το αυτό το 1866, κατά την Κρητική επανάσταση. Ο αρχιστράτηγος των Τουρκικών δυνάμεων της Κρήτης Μουσταφά πασάς, αποφάσισε να πάει αυτοπροσώπως στο Ρέθυμνο με πολυάριθμο στρατό και να καταστείλει την επανάσταση. Στην περιοχή του Ρεθύμνου βρίσκονταν και το ιστορικό πλέον μοναστήρι του Αρκαδίου, πάνω σε ένα οροπέδιο 500 μέτρων. Δύο μήνες πριν αρχίσει η επανάσταση, μαζεύτηκαν στο μοναστήρι οι οπλαρχηγοί και οι προεστοί της εποχής και συσκέφθηκαν με τον ηγούμενο Γαβριήλ. Αποφάσισαν να γίνει το κέντρο της αντιστάσεως η επαρχία του Ρεθύμνου και σε αυτό να καταφύγουν τα γυναικόπαιδα.
Όταν έφθασε όμως εις την Κρήτη ο Πάνος Κορωναίος τους συμβούλεψε να αλλάξουν σχέδιο διότι το μοναστήρι δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σε τακτικό στρατό. Τα κανόνια του Μουσταφά πασά ήταν ισχυρά και θα μπορούσαν αν ανοίξουν ρήγμα στα τείχη και στις πολεμίστρες του Αρκαδίου. Ο ηγούμενος όμως του μοναστηριού Γαβριήλ, επέμενε να γίνει εκεί η άμυνα, σύμφωνα με την αρχική απόφαση. Ο Κορωναίος ενίσχυσε τότε τους οπλισμένους καλόγερους με 250 άνδρες, υπό τον γενναίο ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού Ιωάννη Δημακόπουλο, που αναγνωρίστηκε και ως φρούραρχος στην πολιορκία πουυυυ ακολούθησε.
Στα τέλη Οκτωβρίου ο Μουσταφά πασάς με τον στρατό του έφθασε στο Ρέθυμνο και από εκεί έστειλε γράμμα στον Γαβριήλ και του έλεγε να διώξει την επαναστατική επιτροπή και τους αντάρτες από το μοναστήρι. Ο ηγούμενος δεν του απάντησε. Κι όταν ο πασάς έστειλε και δεύτερη προσταγή, πήρε την απάντηση του Γαβριήλ: «Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή ο θάνατος. Και πλέον τούτου δεν θέλομε να ακούσουμε τίποτα άλλο». Νευριασμένος ο πασάς ξεκίνησε να πάρει το μοναστήρι με 15.000 περίπου στρατό και με κανόνια. Οι υπερασπιστές ήταν λιγότεροι από 300, από τους οποίους οι 25 ήταν καλόγεροι. Είχαν μαζευτεί και στο μοναστήρι και 900 γυναικόπαιδα και γέροι.
Στις 7 Νοεμβρίου ο στρατός του Μουσταφά ξεκίνησε την επίθεση αφού είχε πιάσει τους γύρω λόφους από το μοναστήρι. Παρ’ όλες όμως τις επιθέσεις πεζικού και των ορεινών κανονιών δεν υπήρξε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μερικοί ψυχωμένοι καλόγεροι μάλιστα είχαν πιάσει τον μύλο και προξενούσαν φθορά στον εχθρό. Το βράδυ ο πασάς έστειλε νέες προτάσεις και χαλάρωσε την πολιορκία ώστε να φύγουν οι πολιορκημένοι. Πήρε όμως και πάλι περιφρονητική απάντηση. Την νύχτα έστειλε στο Ρέθυμνο άνδρες του να φέρουν πεδινά κανόνια. Ένα από αυτά το έστησε μπροστά από την πόρτα του μοναστηριού με πρόχωμα τους στάβλους. Ότι φοβόταν ο Κορωναίος έγινε.
Την επομένη τα κανόνια του Μουσταφά γκρεμίζουν κομμάτια από την περίβολο του μοναστηριού, ενώ η μάχη μαίνεται και οι έφοδοι διαδέχονται η μία την άλλη. Οι πολιορκημένοι κρατούν ακόμη. Φράζουν πρόχειρα τα ρήγματα και πολεμούν αντρειωμένα, παρά τις μεγάλες απώλειες που έχουν υποστεί. Το 1/3 των μαχητών έχει απομείνει εις τις πολεμίστρες, οι υπόλοιποι κείτονται λαβωμένοι ή σκοτωμένοι. Την νύχτα γίνεται πολεμικό συμβούλιο και αποφασίζεται η αντίσταση μέχρις εσχάτων. Μαζεύονται όλοι στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο ηγούμενος τελεί την λειτουργία και μεταλαβαίνει. Το τέλος πλησίαζε…
Έτσι ξεκίνησε η 3η μέρα της επιθέσεως (09/11/1866). Το πεδινό κανόνι από τον στάβλο ρίχνει αμέσως την πόρτα του μοναστηριού. Από εκεί και από άλλα γκρεμισμένα σημεία του περιβόλου θα μπουν στο μοναστήρι οι εχθροί. Ο Γαβριήλ όταν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε πλέον ελπίδα προχώρησε στην πυριτιδαποθήκη μ’ έναν αναμμένο δαυλό…Οι εχθροί τον περικυκλώνουν. Σκοτώνει 2-3 μα πέφτει και ο ίδιος. (αυτήν την εκδοχή αναφέρουν ορισμένοι όπως και ο Επαμ. Στασινόπουλος. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του Νικ. Αγγελή) ο Γαβριήλ ανεβαίνει στα δώματα και μάχεται σαν λιοντάρι. Και την στιγμή που και ο τελευταίος Τούρκος γκρεμίζεται από το τείχος μια σφαίρα χτυπά τον ηγούμενο στην κοιλιά και τον ξαπλώνει στο δώμα νεκρό.
Η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης έγινε από τον Κωστή Γιαμπουδάκη (ή κατ’ άλλους από τον Εμμ. Σκουλά). Τότε η ΒΑ πλευρά του μοναστηριού σωριάσθηκε σε πέτρες και χώματα. Κάτω από αυτή ετάφησαν πολλοί από τους υπερασπιστές της και εκατοντάδες στρατιώτες του εχθρού. Ακολούθησε λεηλασία και σφαγή όσων είχαν απομείνει ζωντανοί ή λαβωμένοι. Κάπου 800 Έλληνες σκοτώθηκαν στον 3ήμερο αγώνα και από τον στρατό του Μουσταφά 1500 πτώματα ήταν σκορπισμένα μέσα και έξω από το μοναστήρι.
Η θυσία του Αρκαδίου είχε παγκόσμια απήχηση, συγκίνησε τον πολιτισμένο κόσμο και έδωσε θέμα σε ποιητές και ζωγράφους. Άρχισε να γίνεται συνείδηση στην Ευρώπη ότι η Κρήτη ήταν αποφασισμένη να κερδίσει την ελευθερία της. Η μεγάλη καταστροφή του Αρκαδίου, γράφει ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον Μπαρτόλντυ, επικύρωσε αιματηρά το ψήφισμα την ενώσεως, απέδειξε την αμετάτρεπτη απόφαση των Κρητικών για την ένωση και έκανε στενότερο τον δεσμό της συμπάθεια των χριστιανικών κρατών της Ευρώπης και της Αμερικής προς την Μεγαλόνησο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου